μανιερισμός

μανιερισμός
(ιταλ. mannierismo). Καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16o αι. Τα κυριότερα γνωρίσματά του είναι οι επιμηκυσμένες και μακρόστενες μορφές σε υπερβολικά επιτηδευμένες στάσεις, ο υπερβολικός τονισμός των μυώνων, το θεατρικό έως εξωπραγματικό περιβάλλον και η φαινομενικά αυθαίρετη χρήση αταίριαστων και ζωηρών χρωμάτων. Χωρίς να απαρνηθεί τον κλασικισμό της Αναγέννησης, ο μ. κλόνισε τις μορφολογικές και ψυχολογικές αρχές της ηρεμίας και της ευπρέπειας και, στην ακραία του μορφή, κατέληξε σε εκφράσεις εφιαλτικές, παράφορες ή δραματικά επιτηδευμένες, οι οποίες διατύπωναν με τρόπο περίπλοκο και συχνά αντιφατικό τον κρυφό αισθησιασμό και την πνευματική και ηθική ανησυχία της εποχής. Ο όρος μ. είναι σύγχρονος και χρησιμοποιείται συχνά με υποτιμητική έννοια, αλλά τον 16o αι., και αργότερα ακόμη, η λέξη μανιέρα (=τρόπος) ήταν κοινή. Ο ίδιος ο μανιεριστής Τζόρτζιο Βαζάρι χαρακτήριζε τη ζωγραφική της εποχής του «σύγχρονη μανιέρα». Η ανάγκη του καλλιτέχνη να υιοθετήσει έναν ορισμένο τρόπο ζωγραφικής προερχόταν από την πεποίθηση ότι την τελειότητα σε όλους τους τομείς της τέχνης την είχαν φτάσει μόνο οι τρεις μεγάλοι, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Ραφαήλ και κυρίως ο Μιχαήλ Άγγελος. Έτσι, στους μοντέρνους καλλιτέχνες της εποχής δεν απόμεινε άλλο παρά να μιμηθούν τους τρόπους τους. Ως πρώτα πρότυπα των μανιεριστών ήταν τα περίφημα προσχέδια του Μιχαήλ Αγγέλου για τη μάχη της Κασίνα και του Λεονάρντο ντα Βίντσι για τη μάχη του Ανγκιάρι. Πέρα από τη μίμηση, όμως, οι μανιεριστές δημιούργησαν επίσης πρωτότυπα και πολύ σημαντικά έργα. Αξιόλογα έργα μ. φιλοτέχνησαν περίπου το 1625 στη Φλωρεντία ο Τζάκοπο ντα Ποντόρμο και ο Ρόσο Φιορεντίνο, επηρεσμένοι από τις νωπογραφίες της Ευαγγελίστριας του Αντρέα ντελ Σάρτο, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και ο πατέρας του μ., και στη Σιένα από τον Ντομένικο Μπεκαφούμι (Ο θάνατος της παρθένου, 1544, Εθνική Πινακοθήκη της Σιένα). Το κέντρο του μανιερισμού μεταφέρθηκε αργότερα στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκαν διάφοροι καλλιτέχνες, όπως ο Παρμιτζανίνο (Η μαντόνα με τον μακρύ λαιμό, 1534-40, γκαλερί Ουφίτσι, Φλωρεντία). Μετά τη λεηλασία της πόλης το 1527, οι καλλιτέχνες αυτοί είτε διασκορπίστηκαν σε όλη την Ιταλία είτε βρήκαν καταφύγιο στην αυλή του Γάλλου βασιλιά Φραγκίσκου A’ στο Φοντενεμπλό (Ρόσο, Πριματίτσιο), απ’ όπου η νέα τεχνοτροπία μεταφέρθηκε και σε άλλες βασιλικές αυλές και, κατά τα τέλη του αιώνα, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στο διάστημα αυτό η Μάντοβα (με την αρχιτεκτονική και τις νωπογραφίες του Τζούλιο Ρομάνο στο Παλάτσο Τε) και η Πάρμα έγιναν τα νέα κέντρα του μ. στην Ιταλία. Η επικράτηση του μ. οφείλεται, εκτός από τα έργα των ήδη αναφερθέντων καλλιτεχνών, και σε εκείνα του ραφαηλικού Περίν ντελ Βάγκα, του Καμίλο Μποκατσίνο και του Άνιολο Μπροντζίνο. Ακολούθησε μια δεύτερη γενεά μανιεριστών με τον Τζόρτζιο Βαζάρι (το έργο του οποίου ανήκει στην τελευταία αξιόλογη περίοδο του μ.), τον Φραντσέσκο Σαλβιάτι, τον Ντανιέλε ντα Βολτέρα και τον Γιακοπίνο ντελ Κόντε. Στην τρίτη γενεά ανήκουν ο Μάρκο Πίνo, ο Πελεγκρίνο Τιμπάλντι, ο Λούκα Καμπιάζο, ο Νικολό ντελ Αμπάτε, ο Φεντερίκο και ο Ταντέο Τζούκαρι, ο Βεντούρα Σαλιμπένι, ο Τζουζέπε Αρτσιμπόλντι κ.ά. Στην Ισπανία, συνδεδεμένο με τον μ. ήταν το έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (Ελ Γκρέκο) και του Λουίς ντε Μοράλες. Η αντίδραση στον μ. εκδηλώθηκε ήδη τον 16o αιώνα από μερικούς οπαδούς της Αντιμεταρρύθμισης, από την οποία όμως επηρεάστηκαν και ορισμένοι μανιεριστές που εκδήλωσαν στα έργα τους μια θρησκευτική διάθεση και ευλάβεια. Η αντίδραση αυτή γενικεύτηκε τον 17o αιώνα με την επιστροφή στον κλασικισμό και εκφράστηκε καθαρά στην περίφημη κριτική του Μπελόρι, ο οποίος αναφερόμενος στην εποχή του μ. υποστήριξε ότι «ούτε στην Ιταλία, ούτε έξω από αυτή υπήρχε τότε αληθινός ζωγράφος» γιατί «οι τεχνίτες, εγκαταλείποντας τη μελέτη της φύσης, νόθευσαν την τέχνη με τη μανιέρα, δηλαδή τη φανταστική ιδέα η οποία στηριζόταν στην εφαρμογή κανόνων και όχι στη μίμηση της φύσης». Το ενδιαφέρον για τον μ. και η επανεκτίμησή του άρχισαν από το 1911 με τη μελέτη του Μπούσε Μανιερισμός και Μπαρόκ και τις μεταγενέστερες εργασίες του Βάισμπαχ, του Πέβσνερ, του Άνταλ, του Φρίντελέντερ, του Ντβόρζακ, του Λόνγκι, του Μπριγκάντι κ.ά. Ο μανιερισμός έφερε στις ευρωπαϊκές εικαστικές τέχνες νέες δραματικές και ψυχολογικές αξίες, που κλόνισαν την αναγεννησιακή τέχνη. Στη φωτογραφία, έργο του Τζόρτζιο Βαζάρι, στο οποίο παρουσιάζεται ο χριστιανικός στόλος με αλληγορικές μορφές (Συλλογή του Βατικανού, Ρώμη).
* * *
ο
1. επιτήδευση ύφους
2. μορφή τής τέχνης κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, την εποχή μεταξύ τής Αναγέννησης και τού μπαρόκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. manierisme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μαντέρνο, Κάρλο — (Carlo Maderno, Καπολάγκο, Καντόνι Τικίνου 1556 Ρώμη 1629). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ήταν ένας από τους πολυάριθμους Λομβαρδούς καλλιτέχνες οι οποίοι εργάστηκαν στη Ρώμη τον 16o και 17o αι. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”